«'Εχει μέσα του μία φωτιά πιο ήπια από του ρουμπινιού, φαίνεται ακόμα το λαμπερό μωβ του αμέθυστου, υπάρχει το γαλαζοπράσινο του σμαραγδιού, και όλα λάμπουν σε μια απίστευτη ενότητα. Κάποιες από τις αστραποβόλες λάμψεις του ανταγωνίζονται όλα τα χρώματα του ζωγράφου, και κάποιες άλλες το χρώμα της φλόγας από το θειάφι που καίγεται, όταν ζωηρεύει από το λάδι.» Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Πλίνιος στο περίφημο βιβλίο του «Historia Naturalis» τον πολύτιμο λίθο opalus, τον οπάλιο.
Ετυμολογικά η λέξη οπάλιος θεωρείται ότι προέρχεται από την αρχαία Σανσκριτική λέξη upala που σημαίνει λίθος. Στα χρόνια του μεσαίωνα ο οπάλιος είχε την ονομασία ophthalmios (οφθάλμιος) ή lapis ophthalmius. Η ονομασία αυτή δόθηκε διότι οι άνθρωποι τότε είχαν την απίστευτη δοξασία ότι τα χρώματα του οπάλιου προέρχονταν από τις κόρες των οφθαλμών μικρών παιδιών.
Ο οπάλιος είναι ένα υλικό ασυνήθιστο ως προς τη δομή του. Είναι άμορφο (δεν ανήκει σε κανένα από τα επτά κρυσταλλογραφικά συστήματα), η σύστασή του είναι βασικά διοξείδιο του πυριτίου, SiO2. Η ιδιαιτερότητα του οπάλιου, έγκειται στο γεγονός, ότι περιέχει στην μάζα του μία ποσότητα περίπου 10% νερό.
To διοξείδιο του πυριτίου με το νερό σχηματίζουν μικρά σφαιρίδια τα οποία διατάσσονται στο χώρο, σχηματίζοντας διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Όταν περνάει το φως μέσα από αυτές τις διατάξεις, διαθλάται και διαχέεται κατά τυχαίες διευθύνσεις, με αποτέλεσμα η επιφάνεια του ορυκτού, να εμφανίζει την σπάνια εναλλαγή των διάφορων χρωμάτων που ιριδίζουν.
Η καλή ποιότητα του οπάλιου είναι περιζήτητη και ανέκαθεν χρησιμοποιείτο στην κοσμηματοποιία. Οι Ρωμαίοι εξόρυσσαν οπάλιο από την περιοχή της Τσεχίας, και κατά τον μεσαίωνα λειτουργούσαν ορυχεία οπάλιου στην περιοχή Cernowitz της Ουγγαρίας. Οι Αζτέκοι επίσης τον χρησιμοποιούσαν για στολισμό τους και σε θρησκευτικές τελετές.
Το οπάλιο είναι το εθνικό πετράδι της Αυστραλίας, η οποία παράγει το 97% της παγκόσμιας προσφοράς. Τα τελευταία χρόνια έχουν βρεθεί κοιτάσματα με κομμάτια οπάλιου απίστευτης ομορφιάς στην Αυστραλία. Οι Αυστραλοί λατρεύουν αυτό το ορυκτό και με το δίκιο τους είναι υπερήφανοι για το μοναδικό αυτό προϊόν της γης τους.
Το πολύτιμο οπάλιο μπορεί να είναι διάφανο, λευκό, γκρι, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, φούξια, ροζ, καφέ και μαύρο. Το οπάλιο της φωτιάς ή πυροπάλιος ιριδίζει σε πορτοκαλί και κόκκινες ανταύγειες. Ονομάζεται και οπάλιο του Μεξικού, αφού η πιο διάσημη πηγή του είναι το Querétaro, στο Μεξικό. Ο μαύρος οπάλιος έχει έναν εντυπωσιακό ιριδισμό στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ο Περουβιανός οπάλιος ονομάζεται και μπλε οπάλιο και είναι ένα αδιαφανές μπλε-πράσινο πετράδι.
Φωτογραφία Elke Wetzig
Φωτογραφία Ra'ike
Ο αρχαιότερος Οπάλιος έχει βρεθεί σε μια σπηλιά στην Κένυα μαζί ανθρώπινα οστά ηλικίας 6.000 ετών, από τον ανθρωπολόγο Λούις Λίκι (1903-1972). Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι μέσα στον Οπάλιο ζούσε το πνεύμα της αλήθειας και πως το πετράδι αυτό μπορούσε να αποκαλύψει το μέλλον στον κάτοχο του. Οι Άραβες πίστευαν πως πέφτει από τον ουρανό μαζί με τις αστραπές και το θεωρούσαν ένα ιδιαίτερα τυχερό πετράδι. Στο στέμμα του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε ένας μεγάλος Οπάλιος, ο «Ορφανός», που λέγεται ότι προστάτευε τη βασιλική τιμή.
Φωτογραφία Public
Κατά τον Μεσαίωνα πίστευαν ότι το οπάλιο φέρνει καλοτυχία. Ένα μυθιστόρημα του 1887 του Γουόλτερ Σκοτ, στο οποίο η ηρωίδα του είχε στην κατοχή της ένα καταραμένο οπάλιο, έδωσε στο λίθο τον τίτλο του καταραμένου ή γρουσούζικου πετραδιού. Το μύθο αυτό ακολουθούν και άλλοι μέχρι που η βασίλισσα Βικτώρια άρχισε να χαρίζει οπάλια για ευτυχία και τύχη σε ένα βασιλικό γάμο και οι μύθοι που τον ακολουθούσαν πέρασαν στο παρασκήνιο.
Το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο οπάλιο, αξίας 2.500.000 $ βρέθηκε στην Αυστραλία το 1956. Το πιο διάσημο οπάλιο ονομάζεται "η φλόγα της βασίλισσας" και ανακαλύφθηκε το 1914. Ο θόλος του παίρνει κόκκινο ή χρυσό χρώμα ανάλογα την οπτική γωνία και περιβάλλεται από μια μπλε ή πράσινη ζώνη.
Φωτογραφία David Plane
Φωτογραφία David Plane